- υποζύγιος
- ος, ον запряжённый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υποζύγιος — α, ο / ὑποζύγιος, ον, ΝΜΑ 1. (για ζώα) ζευγμένος 2. το ουδ. ως ουσ. βλ. υποζύγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ζύγιος «αυτός που ανήκει στον ζυγό, αυτός που είναι κατάλληλος για ζέψιμο». Ο τ. ως επίθ. είναι νεώτερος από το ουδ. ὑποζύγιον*] … Dictionary of Greek
υπόζυγος — ον,και ως ουσ. ὑπόζυγος, ὁ, Α 1. ως επίθ. υποζύγιος («ὑπόζυγος γὰρ ὁ μόσχος», Ιουστ.) 2. ως ουσ. ο υπεζωκότας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ζυγος (< ζυγός), πρβλ. ἐπί ζυγος, σύ ζυγος] … Dictionary of Greek
ՆԺՈՅԳ — (ուգի, ից.) NBH 2 0424 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 10c, 13c գ. ՆԺՈՅԳ. Գրի եւ ՆԺՈՅՔ, ոյից. (յն. պէսպէս.) ἴππος (որ է ձի, եւ այրուձի.) κέλης, κελετιστικός desultorius, ductitius, parippus, nisceus equus ὐποζύγιος jumentum. Երիվար… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)